τεφροῦ

τεφροῦ
τεφρός
ash-coloured
masc/neut gen sg
τεφρόω
burn to ashes
pres imperat mp 2nd sg
τεφρόω
burn to ashes
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαναρκίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο βασικό θειικό ορυκτό τού μολύβδου, χρώματος λευκού, πρασινωπού ή τεφρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lanarkite < Lanark, κομητεία τής Σκωτίας, + ite] …   Dictionary of Greek

  • παρώας — ὁ, θηλ. παρώα και παρόα και παρούα ἡ, Α (για ίππο) καστανός («τὸ δὲ χρῶμα ἔχει μέσον τι τεφροῡ καὶ πυρροῡ, οὐχ οἶον αἱ παρῶαι ἵπποι καλούμενοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρῶα, όπως επίσης και οι αιτ. παρόαν, παρούαν και παραύαν, που μαρτυρούνται …   Dictionary of Greek

  • σιλλιμανίτης — Ορυκτό του αργίλιου, άφθονο στην αλπική ζώνη, που κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα σε επιμήκεις βελονοειδείς κρυστάλλους χρώματος λευκού, τεφρού ή υποκίτρινου. Τα ορυκτά δισθενής και ανδαλουσίτης παρουσιάζουν την ίδια μ’ αυτόν χημική σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • τέφριον — τὸ, Α [τεφρός] αλοιφή τεφρού χρώματος την οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως για τους οφθαλμούς …   Dictionary of Greek

  • υψίστρωμα — το, Ν (μετεωρ.) κύριος τύπος νέφους μέσου ύψους, μεταξύ 2.000 και 6.000 μέτρων, τεφρού ή κυανίζοντος χρώματος, ραβδωτής, ινώδους ή ομοιόμορφης εμφάνισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί + στρώμα. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • υψισωρείτης — ο, Ν 1. (μετεωρ.) κύριος τύπος νέφους μέσου ύψους, τεφρού ή λευκού χρώματος, κυματοειδούς εμφάνισης, αποτελούμενο από στοιχεία στρογγυλού, κυλινδρικού ή επιμήκους σχήματος·2. φρ. «υψισωρείτης ισχυρών αναταράξεων» έντονα στροβιλιζόμενο νέφος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”